- συνομιλία
- η1) разговор, беседа; 2) πλ. переговоры;
γίνονται ( — или διεξάγονται) συνομιλίες — ведутся переговоры
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γίνονται ( — или διεξάγονται) συνομιλίες — ведутся переговоры
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνομιλία — συνομιλίᾱ , συνομιλία intercourse fem nom/voc/acc dual συνομιλίᾱ , συνομιλία intercourse fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνομιλίᾳ — συνομιλίᾱͅ , συνομιλία intercourse fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνομιλία — η διάλογος, κουβέντα: Είχε ιδιαίτερη συνομιλία με τον υπουργό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνομιλία — η, ΝΜΑ, και συνομελία Α [συνομιλῶ / συνομελῶ] νεοελλ. συνδιάλεξη, συζήτηση μσν. αρχ. συναναστροφή … Dictionary of Greek
συνομιλίας — συνομιλίᾱς , συνομιλία intercourse fem acc pl συνομιλίᾱς , συνομιλία intercourse fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλογος — Συνομιλία, συζήτηση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα. Στη λογοτεχνία, ο δ. είναι μια μορφή ποικίλου περιεχομένου, που αποσκοπεί στην αναζήτηση της αλήθειας με την παρουσίαση σκέψεων και αντιλήψεων που συχνά έρχονται σε σύγκρουση. Με την… … Dictionary of Greek
συνομιλίαι — συνομιλίᾱͅ , συνομιλία intercourse fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνομιλίαν — συνομιλίᾱν , συνομιλία intercourse fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνομιλιῶν — συνομιλία intercourse fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουβέντα — η 1. συζήτηση με κάποιον, συνομιλία 2. αυτό που λέει κάποιος, λέξη, λόγος ή φράση (α. «δεν είπε κουβέντα» β. «αυτή η κουβέντα που είπε ήταν πολύ προσβλητική») 3. φρ. α) «σταράτες κουβέντες» ή «στρογγυλές κουβέντες» ξεκάθαρα λόγια, χωρίς… … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek